- αμεμφεια
- ἀμεμφείαv. l. ἀμεμφία ἥ безупречность Soph.
διαλλακτῆρι οὐκ ἀ. φίλοις Aesch. — посредник не может угодить друзьям (спорящих сторон)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
διαλλακτῆρι οὐκ ἀ. φίλοις Aesch. — посредник не может угодить друзьям (спорящих сторон)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀμεμφεία — ἀμεμφείᾱ , ἀμεμφία freedom from blame fem nom/voc/acc dual ἀμεμφείᾱ , ἀμεμφία freedom from blame fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμεμφείας — ἀμεμφείᾱς , ἀμεμφία freedom from blame fem acc pl ἀμεμφείᾱς , ἀμεμφία freedom from blame fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμεμφία — ἀμεμφία, η (Α) [ἀμεμφής] (διορθώνεται σε ἀμεμφεία) 1. το να είναι κανείς άμεμπτος, άψογος 2. φρ. «ἀμεμφίας χάριν», για να αποφύγει κανείς την επίπληξη … Dictionary of Greek